- μαθητικός
- μαθητικός, zum Lernen gehörig; μαϑηματικός, lernbegierig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μαθητικός — disposed to learn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητικός — ή, ό (Α μαθητικός, ή, όν) [μαθητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μαθητές ή προσιδιάζει στους μαθητές («τα μαθητικά χρόνια») αρχ. 1. αυτό) 1. αυτός που αγαπά τη μάθηση, φιλομαθής 2. (για ζώο) αυτός που μαθαίνει εύκολα, ευκολοδίδακτος… … Dictionary of Greek
μαθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μαθητή: Τα μαθητικά χρόνια μένουν αξέχαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθητικώτερον — μαθητικός disposed to learn adverbial comp μαθητικός disposed to learn masc acc comp sg μαθητικός disposed to learn neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητικῶν — μαθητικός disposed to learn fem gen pl μαθητικός disposed to learn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητικόν — μαθητικός disposed to learn masc acc sg μαθητικός disposed to learn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητικαί — μαθητικός disposed to learn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητικούς — μαθητικός disposed to learn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητικήν — μαθητικός disposed to learn fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητικῷ — μαθητικός disposed to learn masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητικώτερα — μαθητικός disposed to learn neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)